Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῇ ἐλπίδι

См. также в других словарях:

  • ἐλπίδι — ἐλπίς hope fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • веселитисѧ — ВЕСЕЛ|ИТИСѦ (234), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Радоваться, веселиться, ликовать: въспри˫а ты блага˫а въ животѣ своѥмь. ˫ако же и оубогыи зъла˫а. тѣмь же онъ веселить сѩ. а ты стражеши. Изб 1076, 41 об.; Кръвию своѥю очьрвила ѥста. нетьлѣньноую ризоу и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • надежа — НАДЕЖ|А (321), Ѣ (А) с. Надежда: вьсю надежю свою на г҃а положилъ ѥсть ст҃ыи борисъ СкБГ XII, 10в; не прикоснетьсѧ ѥмѹ съмьрьть. и ѿ г҃а мьзда ѥго и надежа ѥго отъ вышьнѧа(го) ЖФП XII, 65а; съ надѣжею доброю и великою възвратитисѧ ЧудН XII, 70г;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • надежда — НАДЕЖД|А (9), Ѣ (А) с. Надежда: иже бл҃гами кърмѧсѧ надеждѧми. Изб 1076, 85 об.; О надежди радоватисѧ. молитисѧ непрѣстаньно. (τῇ ἐλπίδι) Там же, 102 об.; Дх҃ъ бо˫аштиихъсѧ г҃а пожiветь. надежда бо ихъ на сп҃саюштааго ˫а. (ἡ... ἐλπίς) Там же,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PATRUM Canones — dictus Codex Canonum, Graece Βίβλος Κανόνων, alias Corpus Canonum, item Corpus Codicis Canonum; Post tempora enim Synodi Nicaenae primae, Ecclesia duplici iure uti coepit, divinâ, quod in S. Literis et canonicô, quod in Canonum Codice… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ειστρέφω — εἰστρέφω (Α) ανατρέφω μέσα σε κάτι («τῇ Θείᾳ ἐλπίδι εἰστρεφόμενος») …   Dictionary of Greek

  • ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • επιτυχία — η (AM ἐπιτυχία) [επιτυχής] αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.) μσν. σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας… …   Dictionary of Greek

  • μαλακίζομαι — (AM μαλακίζομαι) [μαλακός] αυνανίζομαι νεοελλ. 1. κάνω βλακώδεις ενέργειες 2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου 3. ενεργ. μαλακίζω αυνανίζω κάποιον 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, η, ο α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό β) βλάκας,… …   Dictionary of Greek

  • ποσάκις — ΝΜΑ και ποιητ. τ. ποσσάκι Α (ερωτημ.) πόσες φορές (α. «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῑν τὰ τέκνα μου», ΚΔ β. «ποσάκις ἐν ἐλπίδι ἑκάτεροι γεγόνατε», Πλάτ.) αρχ. 1. (αόρ.) τόσες φορές 2. φρ. α) «οἱ ποσάκις ποσοὶ ἀριθμοί» οι τετράγωνοι αριθμοί β) «οἱ… …   Dictionary of Greek

  • προγανώ — όω, Α φαιδρύνω, χαροποιώ κάποιον εκ των προτέρων («προγανοῡν έλπίδι τὴν ἀσθένειαν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γανῶ «φαιδρύνω, γυαλίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»